- ανιχνευτικός
- -ή, -ό1. ο αρμόδιος, ο ικανός για ανίχνευση2. το ουδ. ως ουσ. το ανιχνευτικόελαφρό και ταχύ πολεμικό πλοίο ή αεροπλάνο που χρησιμοποιείται για να ανιχνεύσει τις συνθήκες μιας περιοχής, τη θέση και τη δύναμη του εχθρού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανιχνευτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ηρακλή Μητσό πουλο].
Dictionary of Greek. 2013.